μυρεψία

μυρεψία
μυρεψία, ἡ (Α) [μυρεψός]
η παρασκευή ευωδών ελαίων και, γενικά, αρωματικών υγρών, η τέχνη τής παρασκευής μύρων, αρωμάτων, αρωματοποιία, μυρεψική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυρέψια — μυρέψιον prepared unguent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρεψίαν — μυρεψίᾱν , μυρεψία preparation of unguents fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρεψικός — ή, ὁ (ΑΜ μυρεψικός, ή, όν) [μυρεψός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυρεψία ή στον μυρεψό ή αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή μύρων, αρωμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. η μυρεψική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού μυρεψού, η μυρεψία 3. αρωματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”